ΤΑΧΜΑΤΖΙΔΟΥ ΖΩΗ
ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
Πανεπιστήμιο COVENTRY ΑΓΓΛΙΑ
ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Η κατάθλιψη είναι διαταραχή της διάθεσης, η οποία βασικά προκαλείται από μια προσωπική απώλεια, καθώς επίσης και από άλλες δυσάρεστες εμπειρίες ζωής. Έχει αποδειχτεί, ότι το 17% του πληθυσμού έχει βιώσει κατάθλιψη, η πρόκειται να βιώσει στο μέλλον (Kessler et al., 1994b), καθώς επίσης ένα ανάλογο ποσοστό αντιμετωπίζει προβλήματα στον εργασιακό χώρο εξαιτίας της ασθένειας (Goldberg and Steury, 2001). Η κατάθλιψη μπορεί να είναι δυνητικά θανατηφόρα, καθώς έχουν σημειωθεί πολλά κρούσματα αυτοκτονίας σε όλο τον κόσμο με το ποσοστό θνησιμότητας να αγγίζει το 15% (Guze and Robins, 1970). Για την καλύτερη ανάλυση της κατάθλιψης, ο Σύλλογος Ψυχολόγων Αγγλίας (BPS) την διαχώρισε σε 5 βασικούς τομείς, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτή από την γνωστική, βιολογική, κοινωνική και αναπτυξιακή πλευρά, καθώς επίσης και από τις διαφορές του κάθε ανθρώπου.

Αρχικά, από γνωστικής άποψης, οι ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη τείνουν να είναι απαισιόδοξοι και αρνητικοί με τον εαυτό τους και οτιδήποτε έχει να κάνει με τις δεξιότητες και την κοινωνικοποίηση τους με άλλους ανθρώπους. Θεωρούν τον εαυτό τους ανάξιο και άνισο του περίγυρου, γεγονός που οδηγεί στην απομόνωση. Παρ όλα αυτά, αυτή η κατάσταση καθιστά τους υπόλοιπους ανήμπορους να βοηθήσουν με το προβλήματα και ως αποτέλεσμα η αποκατάσταση του θέματος να είναι περισσότερο περίπλοκη (Klerman and Weissman, 1986). Ο Αμερικανός ψυχίατρος Aaron Beck, γνωστός και ως πατέρας της γνωστικής θεραπείας, υποστηρίζει ότι οι ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη συνηθίζουν να κατηγορούν τον εαυτό τους για οποιαδήποτε κατάσταση, ακόμη και αν έχουν δίκιο και υπερτονίζουν κάθε αρνητικό γεγονός που έχει να κάνει με τον εργασιακό χώρο, η την προσωπική τους ζωή. Αυτό το ονόμασε γνωστική τριάδα. Η Lauren Alloy ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι που δεν πάσχουν από κατάθλιψη τείνουν να επικεντρώνονται στα θετικά γεγονότα της ζωής και να αποφεύγουν τα αρνητικά (Crocker, Alloy, & Kayne, 1988).

Επομένως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι μη καταθλιπτικοί άνθρωποι πολλές φόρες βλέπουν θετικά στοιχεία σε μια κατάσταση ακόμη και αν δεν υπάρχουν, ενώ οι άνθρωποι με κατάθλιψη είναι πιθανό να είναι περισσότερο αντικειμενικοί και ευσυνείδητοι σχετικά με την πραγματικότητα. Γι αυτό το λόγο ονομάστηκε καταθλιπτικός ρεαλισμός (Haaga & Beck, 1995). Τέλος, η Susan Nolen-Hoeksema θεωρεί ότι οι άνθρωποι που σκέφτονται και πράττουν με βάση τον αρνητισμό και διαρκώς εστιάζουν εκεί, πιθανότατα βιώνουν χρόνια κατάθλιψη. Αντίθετα, οι άνθρωποι που καταβάλλουν προσπάθειες να μην επικεντρώνονται σε αρνητικές σκέψεις και γεγονότα άλλα και αποσπούν τον εαυτό τους με ευχάριστες ενασχολήσεις μπορούν ευκολότερα να επιλύσουν τα προβλήματα τους.
Από βιολογικής άποψης, η κληρονομικότητα θεωρείται πολύ σημαντικός παράγοντας για τις διαταραχές διάθεσης. Για παράδειγμα, τα πανομοιότυπα δίδυμα έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από μια ασθένεια, παρά τα αδελφικά δίδυμα (Lyons et al., 1998).

Το γεγονός ότι έχουμε διαρκώς να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που μας δημιουργούν άγχος και στρες ευθύνεται σε γενετικούς παράγοντες. Η κληρονομικότητα εξαρτάται από τους νευροδιαβιβαστές. Οι ασθενείς που αντιμετώπιζαν μονοπολική και διπολική κατάθλιψη έδειξαν μείωση στη δραστηριοποίηση του προμετωπιαίου φλοιού (Drevets et al., 1997). Αυτή η συγκεκριμένη περιοχή ονομάζεται πρόσθιος φλοιός του προσαγωγίου, ο όποιος δεν ενεργοποιείται στους ασθενείς με διαταραχές της διάθεσης. Ο Drevets διερεύνησε την κυτταρική φύση των ασθενών και παρατήρησε μείωση στα νευρογλοιακά κύτταρα.
Έπειτα, προχώρησε σε μια άλλη έρευνα ασθενών με διπολική κατάθλιψη, όπου και οι οικογένειες έπασχαν από την ίδια ασθένεια (Torrey et al., 2000). Οι νευροδιαβιβαστές μεταφέρονται από αυτά τα κύτταρα, τα οποία αιτιολογούν τη σύνδεση της μείωσης με την κατάθλιψη. Τα επίπεδα κορτιζόλης είναι πολύ υψηλά σε αυτούς τους ανθρώπους καθώς επίσης υπάρχει αξιοσημείωτη αύξηση νευρώνων στον υποθάλαμο.

Όσον αφορά τον κοινωνικό τομέα, η κατάθλιψη κυριαρχεί κατά προσέγγιση τόσο στον αστικό όσο και στον αγροτικό τομέα. Οι διαφορές είναι πολύ μικρές, καθώς οι περιπτώσεις ασθενών ποικίλουν ανάλογα με τα συμπτώματα. Ο Sundquist et al. (2004) προχώρησε σε μια έρευνα, έτσι ώστε να βρει πιο έγκυρα συμπεράσματα. Η έρευνα είχε να κάνει για ασθενείς σε νοσοκομείο από 25 μέχρι 46 χρόνων, οι οποίοι έπασχαν από διαταραχές διάθεσης. Διέκρινε ότι μεγάλος αριθμός ασθενών που ζούσε σε μεγάλες πυκνοκατοικημένες πόλεις έπασχε, ή βρισκόταν στα όρια ψύχωσης και μικρότερος αριθμός στα όρια κατάθλιψης.

Αντίθετα, το ποσοστό των ασθενών στις μικρότερες πόλεις η χωριά ήταν χαμηλότερο. Το συμπέρασμα αυτό πιθανότατα προκύπτει από το γεγονός ότι στις μεγαλύτερες πόλεις οι ρυθμοί της ζωής είναι φανερά πιο γρήγοροι, επομένως και το στρες πιο έντονο. Επιπλέον, οι τάσεις παγκοσμιοποίησης και πολιτιστικά αίτια οδηγούν στην κατάθλιψη (Draguns, 1995). Οι ρατσιστικοί παράγοντες είναι πιθανό να παίζουν σημαντικό ρόλο, καθώς μια έρευνα απέδειξε, ότι οι Αφρικανό-αμερικανοί είχαν περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν κατάθλιψη, παρά οι Ευρωπαίοι-Αμερικανοί. Ωστόσο, όταν λήφθηκε υπόψη ο κοινωνικοοικονομικός παράγοντας, η διαφορά ήταν αισθητά μικρότερη.

Περνώντας στην εφηβική ηλικία, τα κρούσματα κατάθλιψης είναι αναμφίβολα περισσότερα. Έρευνες έχουν δείξει ότι ένα μικρό ποσοστό παιδιών κάτω από 12 χρόνων πάσχει από κατάθλιψη και 20% που βρίσκεται στο τέλος της εφηβείας. Το υψηλότερο ποσοστό καλύπτουν οι νέοι της ηλικίας 15-18 ετών (Hankin et al., 1998) και κυρίως οι κοπέλες (Glowinski et al., 2003). Η εφηβική ηλικία από μόνη της είναι μια δύσκολη περίοδος για κάθε νέο, αφού αντιμετωπίζει διάφορες ψυχολογικές και σωματικές αλλαγές. Οποιαδήποτε δυσκολία προκύψει, αυτόματα επηρεάζεται ο ψυχολογικός κόσμος και η συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, εάν ένα παιδί υποστεί σεξουαλική παρενόχληση (Putnam, 2003), το πιθανότερο είναι να οδηγηθεί στην κατάθλιψη, η ακόμη και σε χαμηλή ανάπτυξη του εγκεφάλου (Teicher et al., 2006).
Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη εκφράζουν χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης και ανικανότητας. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και άλλα συμπτώματα, όπως αϋπνία η το ακριβώς αντίθετο, απώλεια όρεξης, κακή διάθεση σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό που οδηγεί σε αντικοινωνικότητα και απώλεια σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Ο Beck αναγνώρισε επίσης άλλα συμπτώματα κατάθλιψης, όπως μελαγχολία, έλλειψη ενεργητικότητας και διάθεσης για ζωή και επικοινωνία και επιθετικές τάσεις.

Τέλος νιώθουν διαφορετικοί από τον περίγυρο, με αποτέλεσμα να προτιμούν να κλείνονται στον εαυτό τους.
Οι διαταραχές διάθεσης είναι στην εποχή μας πολύ κοινές παθήσεις και ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες κοινωνίες, καθώς πολλοί παράγοντες συντελούν σε αυτές. Παθήσεις από την παιδική ηλικία, ατυχή και δυσάρεστα περιστατικά, όπως απώλεια αγαπημένου προσώπου, ή σεξουαλική παρενόχληση και οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής είναι μερικοί από τους παράγοντες. Παρά το γεγονός ότι πολλοί θάνατοι έχουν σημειωθεί λόγο των διαταραχών διάθεσης, η θεραπεία για αυτή την ασθένεια είναι ακμάζουσα και έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτη ανάπτυξη. Μια έρευνα έδειξε ότι η κατάθλιψη θα είναι η δεύτερη πιο κοινή ασθένεια μέχρι το 2020 (Brown, 2001). Οι ερευνητές ισχυρίζονται ακόμη ότι αν η χρήση της θεραπείας ήταν πιο άμεση, οι ασθενείς με διαταραχές διάθεσης θα αντιμετώπιζαν μικρότερα προβλήματα, ή ακόμη και θα τα αντιστρατεύονταν.

DEPRESSION
Depression is a mood disorder, which is normally caused by a personal loss or other bad life experience. It is proven that 17 per cent of people will experience depression for any reason from the above at some period of life (Kessler et al., 1994b) and a similar percentage faces problems at their work due to the illness (Goldberg and Steury, 2001). This disorder is potentially fatal, as there are many people in the world, who commit suicide and the fatality rate by this ranges at about 15 per cent (Guze and Robins, 1970). To explain depression more analytically there are the BPS’s 5 core areas, such as cognitive, biological, social, developmental and individual differences.
Starting with cognitive causes, depressed people tend to have an immensely negative view about them generally and whatever has to do with their skills or socializing with other people. They believe that they are not equal to their surrounding and that concludes to isolation. However, this statement makes the others unable to help with this situation, so as this removal is reinforced (Klerman and Weissman, 1986). Beck argues that depressed people are likely to blame themselves for everything even if they are not wrong and exaggerate every negative fact, or be pessimistic at every part of their life. Beck called this the cognitive triad. Lauren Alloy found that non depressed people exaggerate the positive things in life and avoid the negative ones (Crocker, Alloy, & Kayne, 1988). This concludes to the fact that non depressed people sometimes see things positive even if they are not and respectively depressed people might be more objective and conscious with reality. This is the reason why it is called depressive realism (Haaga & Beck, 1995). Lastly, Susan Nolen-Hoeksema believes that people who think or act negatively and constantly focalize there face chronic depression. On the other hand, people who make efforts not to think of those negative facts and abstract themselves by enjoyable occupations might easier face their problems.
Heredity plays important role to mood disorders by a biological basis. For example identical twins have many possibilities to suffer from the same level of disorder than the fraternal twins (Lyons et al., 1998).
The fact that we are involved to more stressful situations and have to cope with strict events has to do with genetic factors. Heredity itself can declare the effect on neurotransmitters. Activation in the prefrontal cortex was reduced in people who had unipolar and bipolar
depression (Drevets et al., 1997). This specific part is named anterior cingulate cortex and a specific region subgenual, which does not activate to those who have mood disorders. Drevets explored the cellular nature of disordered people and found a reduction of glial cells. Later, he did another study with people with bipolar and major depression whose family faced similar disorder problems (Torrey et al., 2000).
Neurotransmitters are transported by those cells which rationalizes the bond of their reduce with depression.
Cortisol levels are really high to those people and there is a remarkable increase of neurons in the hypothalamus.
From the social aspect, depression is nearly the same faced so to urban societies, as to rural. No big difference has been found. Sundquist et al. (2004) carried out a research to find out more valid results. He tested people aged from 25 to 46 who had been to hospital for mood disorder problems. He detected that there was a big number of people who were to face psychosis in more populated cities and a lower number of people who were to face depression than were individuals who lived in less populated cities. This might happen because people who live in densely populated areas more stress is produced and pace of life is more intense. Global tendencies and cultural reasons lead to the symptom of depression (Draguns, 1995).
This may be related to racist factors, as well.
A research proved that African Americans had much more possibilities to be depressed than European Americans. However when the socioeconomic factor was added, there was no difference. Passing through adolescence the levels of depression are undoubtedly higher. Surveys have shown that there is a low number of children under 12 years old, who tend to be depressed and 20 per cent of individuals that are at the end of adolescence (Kessler et al., 2001).
The highest levels are seen at ages between 15 and 18 (Hankin et al., 1998) and more likely to girls (Glowinski et al., 2003). Adolescence is
itself really hard as children pass through many physical and psychological changes. When some negative situations take place they can immensely affect their psychology and behavior. For example, when a child is sexually abused (Putnam, 2003) this can definitely lead to depression or even slow brain progress (Teicher et al., 2006).
People who suffer from depression express low self- esteem and helplessness. Furthermore, there are other symptoms, as well, as insomnia or the right opposite, loss of appetite, bad mood in extremely high levels that lead to unsociability and even no interest for sexual life. What is more Beck identified some other symptoms of depression such as sadness and unconcerned diathesis for life, they have no interest of communication and usually react really aggressively. Lastly, they feel different from the surrounding and are closed to themselves.
Mood disorders are really common diseases in our life and more frequent at the last years, as many factors contribute to this situation, such as affections from childhood, negative incidents like human loss or sexual abuse and also pace of life. Although many deaths have
been mentioned from depression, treatment for this disease is flourishing and impressive development takes place.
One study showed that depression is the second most common disease by the year 2020 (Brown, 2001). Researchers argue that if there was more direct use of treatment, mood disordered people would face less problems and even completely militate them.
REFERENCES
 1.  Brown, 2001: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.              
 2.   Crocker, Alloy and Kayne, 1988: Lester M.Sdorow and Cheryl A.Rickabaugh (2001) Psychology 5η εκδοση.
 3.  Draguns, 1995: Lester M.Sdorow and Cheryl A.Rickabaugh (2001) Psychology 5η εκδοση.         
 4. Drevets et al., 1997: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 5.  Glowinski et al., 2003: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
  6.  Goldberg and Steury, 2001: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 7.  Guze and Robins, 1970: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 8.  Haaga and Beck, 1995: Lester M.Sdorow and Cheryl A.Rickabaugh (2001) Psychology 5η εκδοση.
 9.  Hankin et al., 1998: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 10. Kessler et al., 1994: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 11. Kessler et al., 2001: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 12. Klerman and Weissman, 1986: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 13. Lyons et al., 1998: Lester M.Sdorow and Cheryl A.Rickabaugh (2001) Psychology 5η εκδοση.
 14. Putnam, 2003: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 15. Sundquist et al.,2004: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 16. Teicher et al., 2006: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.
 17. Torrey et al., 2000: G.Neil Martin, Neil R.Carlson, and William Buskist (2010) Psychology 4η εκδοση, Great Britain: Essex.