Στη δεύτερη π.Χ χιλιετία καταγράφτηκε μια έντονη κινητικότητα των πληθυσμών και των λαών, πολύ σημαντική για την ανάπτυξη των πολιτισμών. Στην απέραντη ευρασιατική ήπειρο δύο ήταν οι κύριες ομάδες λαών αυτή την περίοδο, οι Ινδοευρωπαίοι και οι Σημίτες. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνη την περίοδο υπήρχαν πολλές διαφορετικές φυλές, η κάθε μία με την ονομασία της, και πολύ αργότερα οι επιστήμονες με βάση τα γλωσσικά χαρακτηριστικά τους τις κατέταξαν σε ομάδες. Από αυτές τις δύο κύριες ομάδες, πολλές φυλές εγκατέλειπαν τον τόπο καταγωγή τους και μετανάστευαν, αλλά δεν άφησαν σαφείς ενδείξεις, που να μπορούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους γινόταν αυτό. Γνωρίζουμε ότι η αρχή έγινε περίπου την τρίτη χιλιετία, αλλά εντάθηκε την επόμενη, χωρίς ποτέ να μάθουμε τα βαθύτερα αίτια εκείνων των αθρόων μεταναστεύσεων.
Οι Ινδοευρωπαίοι κατάγονταν από τις ημιάνυδρες στέπες της Ευρασίας, ενώ οι Σημίτες προέρχονταν από τις ερήμους της Αραβίας και της βόρειας Αφρικής. Από αυτές τις μεταναστεύσεις δεν επηρεάστηκαν η νότια και η κεντρική Αμερική, όπως και η μακρινή βόρεια Κίνα που είχε αναπτύξει σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό και που συνέχιζε αυτή την περίοδο αδιατάρακτα την ανάπτυξη και την ακμή της. Μια ομάδα Ινδοευρωπαίων, οι Μυκηναίοι, διείσδυσαν στην Ελλάδα και δημιούργησαν έναν αιγαιακό αξιοθαύμαστο πολιτισμό, τον Μυκηναϊκό, που αντικατέστησε τον παρακμάζοντα προϊστορικό πολιτισμό της Κρήτης, τον Μινωικό. Το όνομά του οφείλεται στον μυθικό βασιλέα Μίνωα και δόθηκε από τον αρχαιολόγο Άρθουρ Έβανς, που ανάσκαψε το ανάκτορο της Κνωσού. Και μπορεί η ανασκαφή του Έβανς για τον Μινωικό πολιτισμό να ολοκληρώθηκε το 1935, και να έθεσε το θεμέλιο για τη μελέτη των διαδικασιών και μετασχηματισμών που οδήγησαν στην ανάπτυξη, εδραίωση και παρακμή των Μινωιτών, αλλά πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν, ο Μίνως Καλοκαιρινός, Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, που το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους.
Ποιος, όμως ήταν ο θρησκευόμενος άνθρωπος αυτού του πολιτισμού;
Μέσα από την πλούσια εικονογραφική κληρονομιά που άφησε η Μινωική εποχή, οι ειδικοί συνέλαβαν την κεντρική ιδέα της μινωικής θρησκείας. Η βασική έκφραση όλων των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι η λατρεία μιας γυναικείας θεότητας, που φαίνεται να έχει στενή σχέση με τη λατρεία της θεάς Aστάρτης στη Μέση Ανατολή. Η θεότητα αυτή νυμφεύεται ένα νέο θεό, ο οποίος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, μεταφέροντας έτσι σε θεϊκό επίπεδο την αναγέννηση της φύσης. Η λατρεία της εκφράζεται με τελετουργίες που είχαν σκοπό την έκκληση της εύνοιας της θεότητας ή και την εμφάνισή της στους θνητούς, μέσω μίας οραματικής διαδικασίας, της θεοφάνειας και οι οποίες απεικονίζονται στη μινωική τέχνη. Οι ιερές τελετουργίες γινόταν από το ιερατείο, σε ειδικούς χώρους, τα ιερά, στις ιδιωτικές κατοικίες και τα ανάκτορα, αλλά και σε ιερά σπήλαια και σε απρόσιτες βουνοκορφές, τα λεγόμενα ιερά κορυφής. Αυτοί οι ιδιαίτεροι χώροι, που συνδέθηκαν τόσο νωρίς με τη θρησκευτική λατρεία και χαρακτηρίστηκαν ήδη από τη Μινωική εποχή ιεροί, απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε συνεχίστηκε σ΄αυτούς η λατρεία μέχρι την κλασική αρχαιότητα.
Ένα σύνολο από λειτουργικά σκεύη, που η ακριβής τους χρήση δεν εξηγείται στον οικιακό ή εργαστηριακό χώρο, ερμηνεύονται ως ιερά και χρησίμευαν κυρίως σε χοές και προσφορές. Τέτοια σκεύη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ρυτά και οι κέρνοι, απεικονίζονται πολλές φορές σε παραστάσεις θρησκευτικών τελετών και με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η χρήση τους.
Ηλίας Κ. Μάρκου