Ένας νομπελίστας επιστήμονας της δεκαετίας του 1970, που δήλωνε αγνωστικιστής, είχε δηλώσει: «δεν μπορώ να στηρίξω την άρνηση του Θεού πάνω στην επιστημονική γνώση, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορώ να επιβεβαιώσω την ύπαρξή του».
Σε συνέντευξή του πριν από μερικά χρόνια εξέφραζε την άποψη ότι αδυνατεί να πιστέψει στη χριστιανική διδασκαλία που θέλει το Θεό να είναι Θεός της αγάπης, γιατί παρατηρώντας τον κόσμο γύρω του δεν συνάντησε πουθενά στη φύση το θεμελιακό αξίωμα της ηθικής που δεν είναι άλλο από το σεβασμό της ζωής. Και σημείωνε:
Αυτή η ανηθικότητα του κανόνα που βασιλεύει παντού και έχει να κάνει με το «ο θάνατός σου η ζωή μου», μου προκαλεί μεγάλη ταραχή τόσο στο μυαλό, όσο και
στην ψυχή.
Σε αυτή τη θέση του επιστήμονα ο δημοσιογράφος αντέτεινε πως ο Θεός είναι πράγματι Θεός της αγάπης, κι αυτό μαρτυρείται από την είσοδο και δράση του Ιησού Χριστού στον κόσμο, η οποία πραγματοποιήθηκε στο όνομα της αγάπης και χάριν αυτής ανέβηκε στο Γολγοθά και σταυρώθηκε. Αν η αγάπη που δίδαξε στον κόσμο είχε αντιστρέψει την τάξη της δημιουργίας, αν είχε καταργήσει το άδικο, τη βία, τη δυστυχία και τον πόνο, τότε δεν θα είχαμε καμιά δικαιολογία και κανέναν ενδοιασμό για να τον πιστέψουμε.
Ο Θεός, όμως, επιτρέπει να ζούμε μέσα σε αυτές τις αντιφατικές συνθήκες του παρόντος κόσμου, οι οποίες μόνο με την πίστη ξεδιαλύνονται και ερμηνεύονται. Και μπορεί η πίστη να μην καταργεί τις συγκρούσεις, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ίσως και να τις οξύνει, αλλά είναι βέβαιο ότι τις φωτίζει. Αν ο άνθρωπος, ως φυσικό ον, υπόκειται κι αυτός στους καθολικούς νόμους της φύσης, ως πνευματικό ον, ξεφεύγει από αυτούς, όπως το επιβεβαίωσε ο Χριστός. Ο άνθρωπος δεν ζει μέσα στον κόσμο μια εφήμερη και απειλούμενη ζωή, παρά μόνο για να καταλήξει στη μυστηριώδη ζωή, που του επιφυλάσσει η πραγματικότητα ενός άλλου κόσμου.
Ηλίας Μάρκου