
Πολλοί προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα αν μπορούσε από μόνη της η φιλοσοφία, να δώσει λύσεις και απαντήσεις σε όλα τα προβλήματα και τα ερωτήματα των ανθρώπων, ή αυτό δεν είναι κατορθωτό, μόνο με την καλλιέργεια της λογικής σκέψης, οπότε χρειάζεται και η συνδρομή της πίστης;
Η πιο διαδεδομένη άποψη πάνω σ΄αυτό το ζήτημα είναι εκείνη που θέλει την πίστη και τη γνώση να είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοκαθοριζόμενα και δίχως το ένα να
αποκλείει το άλλο. Είναι όμως, έτσι;
Κάποιοι λένε πως για την κτιστή πραγματικότητα η σχέση της χριστιανικής πίστης με τη νοησιαρχική γνώση είναι παράλληλη, αλλά προπορεύεται η λειτουργία της πίστης σε σύγκριση με τη γνωστική διαδικασία, στην άκτιστη θεία πραγματικότητα, εκεί δηλαδή όπου αυτή η διαδικασία δεν έχει την αυτοδύναμη ικανότητα να διεισδύσει και η όποια ενεργοποίησή της προϋποθέτει την εμπειρία της πίστης.
Μια άλλη αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι το ότι στο σύνολό του το απομυθοποιητικό ξεκίνημα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε σχεδόν θρησκευτικό και θεϊστικό. Οι Έλληνες φιλόσοφοι αρνούνται τους μύθους στο όνομα του λόγου, αναζητώντας παράλληλα μια πρώτη αρχή, ως κλειδί της «μεταφυσικής», όντας πεπεισμένοι για τη θεία υπεροχή αυτής της αρχής. Η πορεία τους, στηριγμένη στη φύση και κυρίως κοσμολογική, αποτελεί μια αναζήτηση αυτού που υπερβαίνει τη φύση και τον κόσμο.
Έτσι, ενώ ο Αριστοτέλης καταφεύγει στη φυσική για να εντοπίσει την ύπαρξη ενός πρώτου κινούντος του σύμπαντος, στο οποίο δόθηκε το όνομα του «Θεού», ο Πλάτων στον «Τίμαιο» παρουσιάζει τον φυσικό κόσμο, αυτόν που βλέπουμε, ως είδωλο του «αυθεντικού» κόσμου, δηλαδή του κόσμου των ιδεών, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε μόνο μέσω της σκέψης. Καταλήγει δε, ο Πλάτων σε κάποιον «τεχνίτη», ο οποίος δημιούργησε το σύμπαν που είναι ατελές, δίνοντας μορφή στην άμορφη ύλη.
Σε πλήρη συμφωνία με τον Εμπεδοκλή, παραδέχεται πως τα τέσσερα στοιχεία (γη – αέρας – φωτιά – νερό) ενώνονται σε διαφορετικούς συνδυασμούς και συνθέτουν τα πάντα, ενώ υπάρχουν, όπως λέει, διαφορετικά είδη ζωντανών οργανισμών στον κόσμο, μεταξύ των οποίων και τα πιο παράξενα απ΄όλα τα όντα, οι άνθρωποι, καθώς αυτοί έχουν αθάνατη ψυχή.
Εκείνο που είναι ευδιάκριτο και στην πλατωνική φιλοσοφία και στην αριστοτελική φιλοσοφία και συγκεκριμένα στον «Τίμαιο» του Πλάτωνα και στα «Φυσικά» του Αριστοτέλη, είναι το ότι παρόλο που η σχετική μεθοδολογία τους είναι συναφής με την αντίστοιχη της νεότερης και της σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης, δεν έχουν ούτε καθαρά μεταφυσικά, ούτε καθαρά εμπειρικά στοιχεία και χαρακτηριστικά.
Ο Πλάτων, αυτό που έκανε ήταν να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσε ο δάσκαλός του, ο Σωκράτης, αφήνοντάς τα στην ουσία ανοιχτά, αλλά σ΄αυτή του την προσπάθεια ξεπέρασε τα όρια του φιλοσοφικού πνεύματος του δασκάλου του και ήταν επόμενο να θεωρούνται τα δικά του όρια, ως όρια του στοχασμού της κλασικής εποχής. Η έννοια της ιδέας είναι ο θεμέλιος λίθος της φιλοσοφίας του και ταυτίζεται με το απόλυτο, δηλαδή το σταθερό εκείνο λογικό σημείο, στο οποίο η ψυχή ανάγει τα πάντα, για να τα κρίνει και να τα καταξιώσει λογικά. Με μια κουβέντα, αποτελεί το μέτρο για το είναι και το μη είναι.
Η ηθική του Πλάτωνα συνδέεται με τις μεταφυσικές του, αφού θεωρεί αληθινό προορισμό του ανθρώπου, την έξοδό του από τον κόσμο και την ομοίωσή του με το Θεό, η οποία πραγματώνεται με την εξάσκηση των αρετών, της φρόνησης, της σοφίας, της ανδρείας και της σωφροσύνης.
Σε ό,τι αφορά τον Αριστοτέλη, που για είκοσι χρόνια ήταν μαθητής του Πλάτωνα, πήρε κι αυτός τις ιδέες του δασκάλου του και τις μετέφερε μέσα στα πράγματα, κάνοντας απλώς μια μετατόπιση, δίχως να ανατρέψει τη βάση τους (την πλατωνική βάση). Δεν μιλάει για μέθεξη στις ιδέες του νοητού κόσμου, αλλά για είδη νοητά που βρίσκονται στην ύλη και τη μορφοποιούν και δεν ξέφυγε από την «ουσία», που κατά κάποιον τρόπο είναι μια πλατωνική ανακάλυψη.
Έτσι, στη βάση της αριστοτελικής ηθικής ζωής, που έχει τελικό σκοπό και στόχο την ευδαιμονία, δεν μπορεί παρά να είναι ο νους.
Ηλίας Μάρκου