
Στο ερώτημα αν η θρησκεία είναι κατά της επιστήμης, ο Χανς Κούνγκ απαντά ως εξής: Ένας φωτισμένος επιστήμονας δεν θα αποκήρυσσε τη θρησκεία και ένας φωτισμένος πιστός δεν θα αρνούνταν την εξέλιξη των ειδών. Οπωσδήποτε η φύση των δύο είναι πολύ διαφορετική. Στη σφαίρα του χώρου και του χρόνου, δηλαδή στη σφαίρα της εμπειρίας μας, η επιστήμη είναι η αρμόδια. Αλλά πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, όπως και ο Καντ υποστήριξε, δεν υπάρχει επαρκής λογική θεωρία. Δεν μπορούμε ούτε να επικυρώσουμε ούτε να αρνηθούμε. Αυτό είναι, όπως υποστηρίζω, το ερώτημα της λογικής πίστης. Δεν μπορώ να αποδείξω ότι στην αρχή του κόσμου, στο Big Bang, υπήρχε ένας δημιουργός, γιατί είναι έξω από τον χώρο και το χρόνο. Έχω όμως σοβαρούς λόγους να πιστεύω ότι στις αρχές των πάντων υπήρξε μια υπέρτατη πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με το τέλος. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβεται πίσω από την πόρτα του θανάτου. Έχω, όμως, σοβαρούς λόγους να πιστεύω ότι όλη μου η ζωή, η δουλειά, τα βάσανα αλλά και τα επιτεύγματά μου δεν είναι για το τίποτα.
Μήπως αυτό δεν είναι και το πνεύμα της εποχής που ζούμε!
Πάντως πολλοί είναι αυτοί που απορούν με την αδυναμία της Εκκλησίας να παρέμβει έγκαιρα και συντονισμένα σε κρίσιμα θέματα ηθικής φύσεως που προκύπτουν σε περιπτώσεις επιστημονικής αλαζονικής δράσης, ώστε να αποφεύγεται η παραπληροφόρηση και η σύγχυση στην κοινή γνώμη.
Υπάρχει, όμως, και σοβαρός αντίλογος για το αν τρέπει η Εκκλησία να παρεμβαίνει έγκαιρα και προφανώς βιαστικά στα επιστημονικά δρώμενα. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε άραγε να γίνει αυτό σε πολύ εξειδικευμένα θέματα, τα οποία διχάζουν ακόμα και την επιστημονική κοινότητα, και τα οποία χρειάζονται πολύ εύστοχη και μάλιστα απόλυτα προσαρμοσμένη στην κοινωνική απαίτηση που πολλές φορές και για διαφορετικούς λόγους εκδηλώνεται πιεστικά προς την ιεραρχία της Εκκλησίας από πολλές πλευρές του κοινωνικού σώματος;
Η μόνη, πάντως σοβαρή και ενδιαφέρουσα άποψη, ως απάντηση στους προβληματισμούς μας είναι αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως την εκφράζει ο φωτισμένος ιεράρχης, ο Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικόλαος.
Γι αυτόν, η Εκκλησία δεν οφείλει να έχει άποψη επί παντός επιστητού. Δεν είναι επιστημονικός οργανισμός για να΄χει άμεση εξειδικευμένη γνώση, ούτε οικονομικός για να΄χει επείγοντα συμφέροντα, ούτε όμως και κοινωνική οργάνωση που να θέλει και μάλιστα βιαστικά ν΄ασκήσει την επιρροή της, ούτε βέβαια θρησκευτική παράταξη που προσπαθεί ανυπόμονα να διαφυλάξει τους πιστούς της από λάθη που είτε θα τη δυσφημήσουν, είτε θα καταστρέψουν τους ίδιους. Στην πορεία της η Εκκλησία έχει έναν διαρκή διάλογο με το άγνωστο, το καινούργιο και το απόμακρο, γι αυτό και όχι μόνο δεν φοβάται τα επιστημονικά βήματα, αλλά και διατίθεται την αντίστοιχη δική της εμπειρία να την προσφέρει στην επιστήμη και την κοινωνία, ως εμπειρία ήθους και φρονήματος. Η αλήθεια θέλει τόλμη! Όλα, όμως, αυτά συνοδεύονται από ένα «αλλά», χωρίς το οποίο μοιάζουν με αφελείς ωραιολογίες.
Εκείνο που ενδιαφέρει την Εκκλησία είναι να προστατευθεί ο άνθρωπος πνευματικά, η ελευθερία του να αναγνωρίζει το Θεό, η δύναμή του να αντέχει την αλήθεια, η ικανότητά του να οραματίζεται την αιωνιότητα, η δυνατότητά του να λειτουργεί στο αληθινό φρόνημα. Και δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια της μπροστά σε μια πραγματικότητα. Οι κοινωνίες μας έχουν καταστρέψει και τη γνώση και τη φύση και την ανάγκη. Το ιδεολογικό τους απόθεμα είναι πολύ φτωχό. Εύκολα υποτάσσονται στις συχνά ανυπολόγιστες και παράλογες συνέπειες του «επιτεύγματος» που υπόσχεται να φτιάξει τη ζωή, αλλά συντρίβει τον άνθρωπο ως ψυχοσωματικό ον.
Ηλίας Μάρκου